- σβηστήρα
- σβηστήρα, η και σβηστήρι, τογομολάστιχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σβηστήρας — ο, και σβηστήρα και σβήστρα, η, και σβηστήρι, το, Ν η γομολάστιχα· [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έσβησα τού σβήνω με επιθήματα τήρας / τήρι(ον) / τρα αντίστοιχα (πρβλ. καυσ τήρας, σουρω τήρι, κρεμάσ τρα)] … Dictionary of Greek
γόμα — η (λ. ιταλ.) 1. η κόλλα: Έβαλα αρκετή γόμα αλλά δεν κόλλησε η φωτογραφία. 2. η γομολάστιχα, η σβηστήρα: Έσβησα με τη γόμα όλα τα λάθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)